- ἀσφαλής
- безопасный
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀσφαλής — not liable to fall masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφαλής — ( ούς), ές (AM ἀσφαλής, ές) Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός 2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά 3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής 4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς … Dictionary of Greek
ασφαλής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ασάλευτος, σταθερός, ατράνταχτος, σίγουρος: Η θεμελίωση του κτιρίου δε φαίνεται πολύ ασφαλής. 2. ορθός, ακριβής, βέβαιος, αλάθευτος: Τα συμπεράσματα στα οποία έφθασες δεν μπορούν να θεωρηθούν… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσφαλῆ — ἀσφαλής not liable to fall neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀσφαλής not liable to fall masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλέστερον — ἀσφαλής not liable to fall adverbial comp ἀσφαλής not liable to fall masc acc comp sg ἀσφαλής not liable to fall neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεστάτων — ἀσφαλής not liable to fall fem gen superl pl ἀσφαλής not liable to fall masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεστέραις — ἀσφαλής not liable to fall fem dat comp pl ἀσφαλεστέρᾱͅς , ἀσφαλής not liable to fall fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεστέρων — ἀσφαλής not liable to fall fem gen comp pl ἀσφαλής not liable to fall masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεστέρως — ἀσφαλής not liable to fall masc acc comp pl (doric) ἀσφαλής not liable to fall comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεῖ — ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσφαλεῖς — ἀσφαλής not liable to fall masc/fem acc pl ἀσφαλής not liable to fall masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)